16/11/13

Γιατί ερωτευόμαστε λάθος ανθρώπους;

PDF
sex_1Υπάρχει εξήγηση γιατί κάποιες φορές ερωτευόμαστε ή κάνουμε σχέσεις με ανθρώπους που μας φέρονται άσχημα, μας μειώνουν ή απλά δεν μας γεμίζουν; Μήπως ευθύνεται το ότι από μικρή ηλικία κάποιοι άνθρωποι έχουν σχηματίσει χαμηλή εικόνα για τον εαυτό τους και μπορεί να αναζητούν ή να ελκύουν έναν ανάλογο σύντροφο, ο οποίος θα «ταιριάζει» στην χαμηλή τους αυτοεικόνα;
Όπως μαθαίνει δηλαδή ένας άνθρωπος να μην είναι τρυφερός και εκδηλωτικός, μπορεί να μάθει από παιδί  να θεωρεί φυσιολογικό τον σύντροφο που δεν είναι τρυφερός, εκδηλωτικός, στοργικός. Τα γνωρίσματα αυτά μπορεί να θεωρούνται από το άτομο ακόμη και αδυναμία, αν δεν τα έχει ζήσει στο περιβάλλον του σε μικρή ηλικία.
Πχ αν μια γυναίκα θεωρεί τους άντρες «ψυχρούς-ωμούς» μπορεί να έλκεται  από άντρες αυτού του επιπέδου, καθώς νιώθει ότι αυτοί την αντιμετωπίζουν ως ανώτερη και δεν τους φοβάται. Έτσι μπορεί επιφανειακά να θεωρεί την απότομη συμπεριφορά στον άνδρα ως πιο ανδροπρεπή, ενώ την συναισθηματική εκφραστικότητα ως αδυναμία.  Επιπλέον, αυτούς μπορεί να τους “χειριστεί” ευκολότερα, καθώς ο «επίπεδος» άνδρας, (ανεξαρτήτως σπουδών φυσικά), είναι λιγότερο καλλιεργημένος, και σταθερός στις απόψεις του. Ο άνδρας αυτός δεν της δημιουργεί φόβο, αντιθέτως, στην ουσία δεν τον θαυμάζει και τον βλέπει ως χαμηλότερου επιπέδου από την ίδια.
Ακούγεται οξύμωρο, όμως το μυαλό που έχει σχηματίσει από μικρή ηλικία τέτοιες «παραστάσεις» για το άλλο φύλο, δεν μπορεί να τις συνειδητοποιήσει ή να τις αλλάξει από μόνο του. Δεν έχουμε συνείδηση του πως βλέπουμε, του τι θαυμάζουμε στο άλλο φύλο και αν αυτό μας γεμίζει πραγματικά ψυχικά. Έτσι στο προηγούμενο παράδειγμα, ο επίπεδος άνδρας ικανοποιεί την ανάγκη της πιο πάνω γυναίκας να νιώθει ανώτερή του, δίνοντας έτσι όμως μόνο πρόχειρη λύση στον φόβο της για τους άνδρες. Με αυτόν τον τρόπο, ο φόβος της για τους άνδρες δεν «λύνεται» ποτέ, απλά υποκαθίσταται από αυτή την πρόχειρη λύση του μυαλού. Στην ουσία δεν έχει μάθει να αγαπά πραγματικά το υγιές πρότυπο του άνδρα.                                   
Τέτοιες «παραστάσεις» συνήθως μπορεί να αλλάξουν μόνο σε ένα ιδιαίτερο περιβάλλον όπως η δουλειά με έναν ψυχολόγο, καθώς αυτός συμβολικά παίρνει τον ρόλο ενός νέου «γονέα» και τις επαναδιαμορφώνει κατά το υγιές πρότυπο.

Γίνεται τα κριτήρια επιλογής συντρόφου να μας οδηγούν μαθηματικά ξανά και ξανά στο να κάνουμε λάθος επιλογές και να “επιδιώκουμε ασυνείδητα το κακό μας”, πιστεύοντας λανθασμένα ότι αυτές μας ταιριάζουν; Η απάντηση είναι φυσικά και γίνεται, καθώς τα κριτήρια επιλογής συντρόφου, η εικόνα μας για το άλλο φύλο γενικότερα, έχει διαμορφωθεί στην πολύ μικρή παιδική ηλικία από τους γονείς μας και από επιδράσεις τους που παραμένουν παντελώς άγνωστες και ασυνείδητες στο μυαλό μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι γονείς ήταν κακοπροαίρετοι. Συχνά «μεταφέρουν» τις επιδράσεις που δέχτηκαν από τους δικούς τους γονείς στα παιδιά τους, καθώς και αυτοί δεν τις έχουν συνειδητοποιήσει. Έτσι για παράδειγμα η μητέρα, ο πατέρας και η μεταξύ τους συμπεριφορά, λεκτική ή μη, μπορεί να επιδρούν στα παιδιά σχηματίζοντας «πρότυπα» στο κορίτσι όπως πχ ότι οι άνδρες δεν είναι ευαίσθητοι, ότι οι ευαίσθητοι άνδρες δεν είναι δυνατοί, ότι ο ανδρικός ρόλος είναι αποκλειστικά αυτός του «κουβαλητή», ότι οι άνδρες ενδιαφέρονται μόνο για το σεξ κλπ. Όσο και να υπάρχουν τέτοια παραδείγματα του ανδρικού φύλου, η γενίκευση από τον γονέα εκλαμβάνεται πολύ χειρότερα από το παιδί και ως η απόλυτα σωστή και μόνη πραγματικότητα. Αυτό μπορεί να συμβεί και σε ένα αγόρι, το οποίο λόγω γονικών επιδράσεων, μπορεί να έχει ως ενήλικας την άποψη ότι οι γυναίκες είναι ψυχρές. Αυτό μπορεί να του δημιουγεί φόβο απέναντι στο γυναικείο φύλο.

Είναι γεγονός ότι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της αυτοεκτίμησης διαμορφώνεται σε μικρή ηλικία, πάλι από τους γονείς μας. Το μυαλό μας τους θεωρεί απόλυτα σωστούς και δεν είναι σπάνιο ως ενήλικες να τους ακούμε με την ίδια συμμόρφωση όπως στην παιδική ηλικία, καθώς το μυαλό μας τους έχει αποθηκεύσει ως το πιο ισχυρό και σωστό πρότυπο και αδυνατεί να τους αμφισβητήσει συχνά, και ακόμη και αν το κάνει, νιώθει έντονες ενοχές από το κομμάτι του μυαλού που σχετίζεται με την ηθική μας. Έτσι συμβαίνει συχνά στους ανθρώπους να αναζητούν σύντροφο που μπορεί να δείχνει σκληρός, ψυχρός, λόγω της χαμηλής τους αυτοεκτίμησης, παρότι βαθύτερα η σχέση αυτή δεν τους γεμίζει. Αυτό μπορεί να επιφέρει στο άτομο δυσφορία, μελαγχολία, και μπορεί μόνο του να μην έχει τη δύναμη να ακολουθήσει την έξοδο διαφυγής από τα κριτήρια αυτά επιλογής συντρόφου. Δηλαδή να μην μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι αυτά είναι λανθασμένα. Η βαθύτερη γνώση του εαυτού μέσα από την δουλειά με ψυχολόγο επιφέρει πάντοτε την επανεκτίμηση της αυτοεικόνας του ατόμου, της σχέσης των γονιών του που διαμόρφωσαν τα κριτήρια επιλογής συντρόφου και το πώς βλέπει το άλλο φύλο, στοιχεία που αποτελούν το κλειδί για να δημιουργεί υγιείς ανθρώπινες σχέσεις!  
 

Ξεχωριστές νοητικές λειτουργίες αποτελούν η προσοχή και η επίγνωση

Τα νέα ευρήματα πιθανώς θα έχουν επιπτώσεις και σε άλλους τομείς, όπως η φιλοσοφία και η ψυχολογία.
Μια νέα σειρά από εγκεφαλικές απεικονίσεις διαχωρίζει δύο νοητικές λειτουργίες που φαίνονται στενά δεμένες μεταξύ τους: την προσοχή και την επίγνωση, σύμφωνα με ερευνητές του Ινστιτούτου Βιολογικής Κυβερνητικής Μαξ Πλανκ στο Τίμπινγκεν, με επικεφαλής τον Νίκο Λογοθέτη και τους συνεργάτες του Μασατάκα Βατανάμπε (Πανεπιστήμιο του Τόκιο) και Γιουσούκε Μουραγιάμα, από το ιαπωνικό Ινστιτούτο Επιστήμης του Εγκεφάλου RIKEN.
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε την τεχνική της λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης, η οποία μετρά την νευρωνική δραστηριότητα του εγκεφάλου με βάση το επίπεδο του οξυγόνου στο αίμα.
Οι επιστήμονες εστίασαν την έρευνά τους στον πρωτογενή οπτικό φλοιό, καθώς προηγούμενες συμπεριφορικές μελέτες είχαν δείξει ότι είναι δυνατό να υπάρχει οπτική επίγνωση χωρίς προσοχή και, αντίθετα, προσοχή χωρίς επίγνωση. Ποτέ όμως έως τώρα δεν είχε υπάρξει πειραματική επιβεβαίωση σε επίπεδο νευροαπεικόνισης ότι όντως οι δύο αυτές ζωτικές νοητικές διαδικασίες δεν πάνε κατ” ανάγκη «χέρι-χέρι» κάθε στιγμή.
Στην καθημερινή ζωή, η προσοχή και η επίγνωση φαίνονται σχεδόν «δίδυμες». Όταν π.χ. κανείς προσέχει μία κίνηση στα δεξιά του οπτικού πεδίου του, ταυτόχρονα αποκτά επίγνωση γι” αυτήν. Η νέα γερμανο-ιαπωνική έρευνα έδειξε για πρώτη φορά πειραματικά ότι τελικά ο πρωτογενής οπτικός φλοιός, η περιοχή όπου αρχίζει στον εγκέφαλο η επεξεργασία ενός οπτικού ερεθίσματος, ενεργοποιείται μόνο από την προσοχή, χωρίς κατ” ανάγκη να υπάρχει και επίγνωση του οπτικού ερεθίσματος. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η προσοχή και η επίγνωση επιδρούν με διαφορετικό τρόπο -και σε διαφορετικό χρόνο- στους εγκεφαλικούς νευρώνες.
Τα νέα ευρήματα πιθανώς θα έχουν επιπτώσεις και σε άλλους τομείς, όπως η φιλοσοφία και η ψυχολογία. Μέχρι στιγμής, πολλοί επιστήμονες έχουν υιοθετήσει μια μάλλον ολιστική προσέγγιση, θεωρώντας ότι η επίγνωση συνιστά μέρος όλων των άλλων τμημάτων του εγκεφάλου και ότι είναι αξεδιάλυτα εμπλεκόμενη με τις άλλες νοητικές διαδικασίες. Όμως, η νέα έρευνα έρχεται να ανατρέψει αυτή την αντίληψη, αν και οι ίδιοι οι ερευνητές ανέφεραν πως πρέπει να γίνουν περαιτέρω πειράματα για να εξακριβωθεί ακριβώς τι συμβαίνει στον εγκέφαλο. 
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό Science.
Πηγή: ΑΠΕ

Η εισοδηματική ανισότητα μειώνει το αίσθημα ευτυχίας

Η εισοδηματική ανισότητα μειώνει την ικανοποίηση των ανθρώπων στη ζωή τους.
Δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και ψυχολόγοι διεθνώς που έχουν προειδοποιήσει για τους κινδύνους και τις επιπτώσεις, στην κοινωνική και προσωπική ζωή, από τη διεύρυνση της «ψαλίδας» ανάμεσα στα πλουσιότερα και τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού. Αμερικανοί επιστήμονες μπόρεσαν να το αποδείξουν με έρευνα, υποστηρίζοντας ότι  η διευρυνόμενη εισοδηματική ανισότητα κάνει τους ανθρώπους πιο δυστυχισμένους, συνεπώς, όπως επισημαίνει, πρέπει να λαμβάνονται μέτρα για τη σμίκρυνση του χάσματος.
Η ερευνητική ομάδα των πανεπιστημίων Βιρτζίνια και Ιλινόις, με επικεφαλής τον ψυχολόγο Σιγκεχίρο Όισι, συμπεριέλαβε στην έρευνα στοιχεία από περίπου 48.000 άτομα, που κάλυπταν μεγάλο χρονικό διάστημα 37 ετών.
Οι ψυχολόγοι εξέτασαν -με βάση απαντήσεις σε ερωτηματολόγια- τις σχέσεις ανάμεσα στο αίσθημα ατομικής ευτυχίας, το επίπεδο ατομικού εισοδήματος, το βαθμό άνισης κατανομής του εισοδήματος διαχρονικά και την αντίληψη για το πόσο δίκαιη οι συμμετέχοντες θεωρούσαν τη δική τους εισοδηματική κατάσταση και των άλλων.
Η έρευνα ήρθε να επιβεβαιώσει τα πορίσματα άλλων μελετών εδώ και τουλάχιστον τέσσερις δεκαετίες: όσο περισσότερη ισότητα εισοδημάτων υπάρχει (ή πιστεύεται ότι υπάρχει), τόσο οι άνθρωποι γίνονται πιο ευτυχισμένοι. Αντίθετα, η ανισότητα, ιδίως όταν μεγαλώνει με το πέρασμα του χρόνου, μειώνει την ικανοποίηση των ανθρώπων στη ζωή τους. Αυτό ισχύει ιδίως για όσους βρίσκονται στο κατώτερο και στο μεσαίο τμήμα της εισοδηματικής κλίμακας και οι οποίοι αποτελούν την πλειοψηφία των ανθρώπων σε μια χώρα.
Η νέα μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δυσφορία και η δυστυχία δεν πηγάζουν μόνο, ούτε καν πρωτίστως, από τα πιο άδεια πορτοφόλια κατά τη διάρκεια των περιόδων κρίσης και μεγαλύτερης ανισότητας, αλλά περισσότερο από τα υποκειμενικά αισθήματα αδικίας και έλλειψης εμπιστοσύνης που τρέφουν οι μη προνομιούχοι σε σχέση με όσους παραμένουν προνομιούχοι, χωρίς -όπως πιστεύουν- οι τελευταίοι να αξίζουν την «καλή τύχη» τους. Αυτό το αίσθημα οδηγεί σε μια γενικότερη μείωση του αισθήματος ικανοποίησης από τη ζωή.
Από την άλλη, όσοι βρίσκονται στην κορυφή της εισοδηματικής κλίμακας (στο ανώτερο 20% των εισοδημάτων), όπως διαπίστωσε η έρευνα, δεν φαίνεται να αισθάνονται ανάλογο αίσθημα αδικίας, έλλειψης ικανοποίησης και δυστυχίας εξαιτίας της εισοδηματικής ανισότητας, ούτε αυτή η κατάσταση επηρεάζει τα αισθήματά τους περί δικαιοσύνης και εμπιστοσύνης προς τους άλλους.
Προηγούμενες έρευνες έχουν διερευνήσει το ζήτημα της σχέσης ευτυχίας-ανισότητας σε επίπεδο χωρών με συμπεράσματα που δεν είναι σαφή. Κάποιες μελέτες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα κράτη με την μεγαλύτερη εισοδηματική ισότητα μεταξύ των πολιτών τους διαθέτουν και τους πιο ευτυχισμένους πολίτες, ενώ άλλες δεν έχουν βρει ανάλογη συσχέτιση.
Η νέα μελέτη εξετάζει το ζήτημα διαχρονικά μέσα στο ίδιο κράτος (ΗΠΑ). Είναι η πρώτη φορά που οι ψυχολόγοι διαπιστώνουν με βεβαιότητα ότι υπάρχει σχέση ανάμεσα στην «ψαλίδα» των εισοδημάτων και στην ποιότητα της καθημερινής ζωής των ανθρώπων σε ψυχικό επίπεδο (πέρα από το κοινωνικό και το οικονομικό). «Αν νοιαζόμαστε για την ευτυχία των περισσότερων ανθρώπων, πρέπει να κάνουμε κάτι για την εισοδηματική ανισότητα», δήλωσε ο υπεύθυνος της έρευνας Δρ Όισι και ανέφερε πως ένα προτεινόμενο μέτρο είναι η υιοθέτηση πιο προοδευτικής φορολογίας (ώστε να επιβαρύνει αναλογικά ακόμη περισσότερο τα ανώτερα εισοδήματα).
Η σχετική μελέτη δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Αμερικανικής Ένωσης Ψυχολογικής Επιστήμης «Psychological Science».
ΠΗΓΗ:ψυχογραφήματα.com

Ο περίφημος Μύθος του Σπηλαίου από τον Πλάτωνα που σου «ανοίγει» το μυαλό

Ο μύθος αυτός διηγείται πως ένας μακρύς διάδρομος καταλήγει σε ένα σκοτεινό σπήλαιο, κάτω από τη γη, όπου βρίσκονται από την παιδική τ...