9/10/13

Μετά τη σφαγή η φυγή - Μικρασιατική καταστροφή (Απόσπασμα από το «Στους ρυθμούς της διασποράς») «Αναγκαστικά πρέπει να γυρίζουμε πίσω, προκειμένου να συναντήσουμε τη μήτρα που γέννησε τη σημερινή ιστορία, η οποία ως σήμερα δεν καταγράφηκε σωστά παρά κουτσουρεμένα και κάτω απ’ το μακιγιάζ που κατά καιρούς επέβαλαν διάφοροι λόγιοι και συμφέροντα. Από εκεί πρέπει να αρχίσουμε, απ’ τις ρίζες, που δεν φαίνονται αν δεν τις σκαλίσεις». Β.Φ. Γράφει ο Θεσσαλός Βάιος Φασούλας Για τους ανιστόρητους και ανεγκέφαλους, τους οπαδούς και λάτρεις της λοιδορίας, τους λνκβινταριστές, τους εμπόρους…, που για το χρήμα μπορούν να πουλήσουν και τη μάνα τους…, τους πραματευτάδες, τους λούμπεν …πολιτικούς, γι’ αυτούς που σκοπίμως αλληθώρισαν και αλληθωρίζουν, που δείχνουν την ξετσιπωσιά και γαϊδουριά τους και παν απ’ όλα την ταπείνωση του χαρακτήρα τους όταν μιλούνε προδοτικά για την Μικρασιατική καταστροφή και όχι μόνο. Την αμφισβήτηση ιστορικών γεγονότων και ηρώων του 21 από στελέχη - προδότες και ρουφιάνοι … προοδευτικών κομμάτων που ανηλεώς προσπαθούν να αλλοιώσουν την ιστορία του τόπου μας δεν πρέπει να έχουν θέση στη χώρα αυτή. Η ιστορία δεν είναι περιουσία καμιάς κομματικής χάβρας, κανενός... πολιτικού «άνδρα», καμιάς «κυρίας». Είναι περιουσία των ελλήνων κι εκείνος που τολμά να την αλλοιώσει ανήκει στην ομάδα ανθελλήνων, ληστών και προδοτών. "Προδότης δεν είναι μόνο αυτός που φανερώνει τα μυστικά της πατρίδος στους εχθρούς, αλλά είναι και εκείνος που ενώ κατέχει δημόσιο αξίωμα, εν γνώση του δεν προβαίνει στις απαραίτητες ενέργειες για να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων πάνω στους οποίους άρχει..." - Θουκυδίδης (460-398 π.Χ.) Μετά τη σφαγή η φυγή «Συναντηθήκαμε στο άγνωστο κι ας ήτανε η γη μας Και μας ράπιζαν τα νερά, της θάλασσας ψηλά Να καρτερούμε όλοι μας κι είμαστε αδαείς Από καράβια και φυγή, ετούτης της στιγμής Κι ας είμαστε οι πιότεροι ψαράδες Όπως μου ταίριασε κι εμέ, ήμουν παιδί ψαρά Και να γρικούμε αγωνιωδώς, πως τρέμουν τα καράβια Στην τρικυμία τη σφοδρή, έπαιζαν το κρυφτό Πότε τα χάφταν τα ψηλά, κύματα σαν βουνά Πότε που φαίνονταν αχνά μες στην πυκνή βροχή Και να κροτούν τρομαχτικά βροντές και αστραπές Δυσοίωνες μεταλλαγές, φτιάχναν καράβια ασήμια Κι εμείς μες στις ψαρόβαρκες βουλιάζουμε αργά «Κράου!» απ’ εδώ, «μπουμ!» απ’ εκεί Άδειοι σαν σάκοι Πολλές φορές σκεφτήκανε οι μεγάλοι, πίσω να πάμε πάλι Μα όμως προτιμήσαμε αυτόν εδώ τον τάφο Και μες στα δόντια τους ωχροί, σφίγγανε την ελπίδα Κι αν τα καράβια τα ’βαφαν οι αστραπές με χρώμα Πουλιά θαρρούσαμε θα γενούν, θα πέταγαν μακριά Ματιές κρυφές αφήναμε, πίσω μας να πετάξουν Να θυμηθούμε δεν γινόταν εκείνη τη στιγμή Πώς ζούσαμε στον τόπο μας που ’ταν σαν περιβόλι Κόλαση έγινε με μιας, χόρευαν κολασμένοι Κι όμως έφτανε στ’ αφτιά, βουή του αφανισμού Γύρα μας, απ’ όλες τις μεριές μαχαίρι και φωτιά Στης Σμύρνης μας το λιμάνι, καράβια ξενικά Πετούσαν στα αδέρφια μας ζεματιστά νερά Μοιάζανε εκείνοι οι άνθρωποι μυρμήγκια ζωντανά Που αθώα ένα ρέμα έμπαινε στη φωλιά Ή που αθώα άναβε μεγάλη πυρκαγιά Και τα ’πνιγε και τα ’καιγε, δεν έμεινε μαγιά Κι ήταν εκείνες οι κραυγές, του τρόμου αδερφές Κάμποσοι νιώθαμε άσχημα για τούτη τη φυγή Που έμοιαζε να είναι, ίσαμε δειλία και ίσαμε ντροπή Κι ήταν ακόμα ένα κακό, πώς δύναμη να βρούμε; Πώς να παλέψουμε κι εμείς, εκείνη την οδύνη; Μα όλων μας τα ουρλιαχτά, μας έδωναν φτερά Φυγή, φυγή να σώσουμε, ό, τι είχε απομείνει Λεηλασία και φωτιά, σφαγή και μαύρο πένθος Στιγμή δεν είχαμε, οι δύστυχοι, να τα συλλογιστούμε Μόνο φυγή μας ένοιαζε να σώσουμε εμάς Με μια ελπίδα κι αντοχή στη μάνα μας να πάμε Μάνα Ελλάδα, άνοιξε, πλατιά την αγκαλιά σου Όχου τέτοια που ζήσαμε, μη ζήσει ούτε εχθρός Νύχτα ατέλειωτη βαθιά, καράβια με πανιά Κατάρτια που να τρίζουνε, θαλάσσια πουλιά Με καπετάνιο οδηγό, σαν κυπαρίσσι ορθό Δέκα ως δεκαπέντε, άλλοι πιο μικροί, ψαράδες, βοηθοί Όλοι μαζί περάσαμε, μια νύχτα οδυνηρή Αντάμα αντισταθήκαμε στ’ αγέρα τα ουρλιαχτά Με λίγα μπογαλάκια μας, ίσαμε μια αλλαξιά Άλλοι ξυπόλητοι ήτανε και άλλοι βαρεμένοι Άλλοι που κλαίγαν κι έκαναν συνέχεια σταυρό Και απ’ το Χριστό ζητούσανε το χέρι του να βάλει Δύναμη ν’ αποχτήσουμε, να πάρουμε κουράγιο Στα νεκρωμένα μας κορμιά Ανάσταση να ’ρθει Κι οι τρομαγμένες μας καρδιές σταλιά να ηρεμήσουν Που δέχτηκαν πολλές πληγές, αγιάτρευτες βαθιές Σωματικές και ψυχικές, μέσα στο καλοκαίρι Όπου γιουρούσι κάνανε τα άπιστα σκυλιά Και χάλασαν απ’ ούλους μας, κόσμο και σπιτικά Ό, τι προλάβαν οι τρανοί, μάζεψαν απ’ τα παιδιά τους Κι ό, τι προφτάναμε χαλούσαμε κι εμείς Μιλιούνια ήταν, οι άπιστοι, αγέλες, τρομεροί Χούφτες εμείς κι ανήμποροι, πού να τα βγάλεις πέρα; Μέσα σ’ ένα χαλασμό που έπεφτε μαχαίρι Χάνονταν απ’ τα μάτια μας, κόσμος και περιβόλια Κι έσβηνε πάλι η Λευτεριά που είχαμε γευτεί Σκλάβους, ραγιάδες βλέπαμε, μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια «Τρέξτε αδέρφια, φώναζαν, υστερικά πολλοί!» Ό, τι μπορέσανε μαζέψανε λίγα απ’ τα παιδιά τους Που έκλαιγαν συνέχεια και φώναζαν, μητέρα Κι ανάμεσα σ’ αυτά, μαζέψανε κι εμένα Παιδί κι εγώ κι έκλαιγα και πόναγα πολύ Το ένιωθα κατάπικρα, πως ήμουν μοναχός Και μαντρωθήκαμε όλοι μας σε τούτο το καράβι Κι ανάμεσά μας ήτανε και άλλα ορφανά Απ’ όλους κάτι έλειπε κι ήταν τρομαχτικό Κι ανάμεσά μας ήτανε και λιγοστές γριές Που μόνο κοίταγαν, κοίταγαν με μάτια από γυαλί Και κάνανε, οι άμοιρες, συνέχεια προσευχή Κι ανάμεσά μας βλέπαμε, τραβούσαν τα μαλλιά Γυναίκες που δεν ξέρανε για ποιον να πρωτοκλάψουν Τον Κωσταντή, τον Περικλή που ήταν δεκαεφτά Την Ελενίτσα τη μικρή, με τα χρυσά μαλλιά Νεράιδα τη φωνάζαμε και κάμποσοι Ελλάδα Κι ο ήλιος σαν την έλουζε έπεφτε κατά γη Μες στη μικρή της αγκαλιά έπαιζε σαν παιδί Τη χάσαμε κι αυτή! Κι ανάμεσά μας είχαμε, ω τι να πρωτοκοιτάξεις! Άλλο από πόνο αβάσταχτο δεν είχες για να δεις Κι ανάμεσά μας είχαμε και μια αγκαστρωμένη Χήρα, η δόλια, από στιγμές, χάθηκε στη σφαγή Ο νιος της με είκοσι άνοιξες και τόσα καλοκαίρια Άφησε την πνοούλα του πριν έρθει το παιδί Τη Λευτεριά να πλάσει μ’ αθάνατη ψυχή Και τώρα έχουμε και τούτο το χτικιό Που βάλθηκε, ανάθεμα να κάνει ρημαδιό Και να πηδούν στα πόδια μας τα κύματα μ’ ορμή Σαν ξορκισμένα ορμούσανε, τα βάζανε με μας Να μας καταποντίσουν θέλανε στο υγρό τους κοιμητήρι Αϊ-Γιώργη βόηθα, φώναζαν πολλοί Παρθένα κυρά-Παναγιά κι εσύ Αϊ-Νικόλα Και ακούγαμε κι άλλες φωνές Κι ανάμεσα και κάτι «πλατς!» παράξενα Κι είμαστε όλοι κάτω, πεσμένοι στο κατάστρωμα Άλλοι καθιστοί, άλλοι διπλωμένοι Κι άλλοι τ’ ανάσκελα παραδομένοι Και να γλιστρούμε σαν τα χέλια επικίνδυνα Πότε κατά δω, πότε κατά κει Και να φεύγει από μέσα μας η ψυχή Κι όπως τα «πλατς» πυκνώνανε παράξενα Σταμάτησε για μια στιγμή το γυναικόκλαμα Κι όλοι μας με κόρες που είχαν πεταχτεί Τηράξαμε κι αφουγκραστήκαμε μ’ αναπνοή κομμένη Εκείνα τα «πλατς», πως μοιάζαν σαν χαδέματα! Και άρχισαν να γλείφουν τις πληγές Απαλά, στοργικά και με πολύ φροντίδα Να μην πονέσουν σταλιά οι γίγαντες αυτοί Λες κι ήταν σαν από αραχνομετάξι Ή απ’ αγγέλου πούπουλο φτερό Απάνωθέ τους, όπως ήτανε πεσμένοι Πα στο κατάστρωμα, το σάπιο και υγρό Γλυκόγλειφαν τα πεταχτά της θάλασσας νερά Κι έμοιαζαν, μα το Θεό, σαν άμφια ιερά Στους βαρεμένους συντρόφους μας, τ’ άγρια τραύματά τους Σα ν’ άφηναν βάλσαμο, που ’φερνε γιατρειά Όπου λαβώθηκαν αυτοί μας οι αετοί στις πλάτες, στα φτερά Και τώρα το ιώδιο τους γειάνει τις κοψιές Πληγές μεγάλες και βαθιές του χάρου αδερφές Μες στο κατακαλόκαιρο εκείνο του Αυγούστου Ω, Αϊ-Γιώργη μου τρανέ, τι να πρωτοθυμηθείς! Χαλάστηκαν, μωρέ, πάρα πολλοί Ρωμιοί Κι ανάμεσα, πολλές γυναίκες και παιδιά Μαζί κι ο δάσκαλός μας ο παπάς, τον χάλασαν οι σκύλοι Κι ο άλλος που ’ταν πιο τρανός, τον φάγανε οι κακούργοι Έχασα τον πατέρα μου, μάνα και μια αδελφή Οι αφορισμένοι, οι άπιστοι μας ξέκαναν καλά Κι ό, τι απόμεινε όρθιο το βάλανε φωτιά… …………. «Στους ρυθμούς της διασποράς» αφιερωμένο στη Θεσσαλονίκη, στον κόσμο της Μι¬κρασιατικής καταστροφής και στους Έλληνες της Δια¬σποράς) Πόλη Φύρτη 23.12.1995 ΤΡΙΚΑΛΑ 10-10-2013 pelasgos@fasoulas.de www.fasoulas.de Βάιος Φασούλας Ε.Ο. Καλαμπάκας 134 42100 ΤΡΙΚΑΛΑ τηλ: +30 24310 72132 www.fasoulas.de pelasgos@fasoulas.de «Αναγκαστικά πρέπει να γυρίζουμε πίσω, προκειμένου να συναντήσουμε τη μήτρα που γέννησε τη σημερινή ιστορία, η οποία ως σήμερα δεν καταγράφηκε σωστά παρά κουτσουρεμένα και κάτω απ’ το μακιγιάζ που κατά καιρούς επέβαλαν διάφοροι λόγιοι και συμφέροντα. Από εκεί πρέπει να αρχίσουμε, απ’ τις ρίζες, που δεν φαίνονται αν δεν τις σκαλίσεις». Β.Φ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

οι απόψεις των αναγνωστών είναι προσωπικές και ουδεμία εξ αυτών δεν αντιπροσωπεύει απόψεις των διαχειριστών του παρόντος ιστολογίου.
Παρακαλείστε να είσθε κόσμιοι.
Σχόλια με άσεμνο ή υβριστικό καθ¨οιονδήποτε τρόπο περιεχόμενο θα αφαιρούνται.

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Ο περίφημος Μύθος του Σπηλαίου από τον Πλάτωνα που σου «ανοίγει» το μυαλό

Ο μύθος αυτός διηγείται πως ένας μακρύς διάδρομος καταλήγει σε ένα σκοτεινό σπήλαιο, κάτω από τη γη, όπου βρίσκονται από την παιδική τ...